τριπολιτσιώτικος

τριπολιτσιώτικος
-η, -ο, Ν [Τριπολιτσιώτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τριπολιτσά, την Τρίπολη τής Αρκαδίας, και στους κατοίκους της
2. αυτός που παράγεται στην Τρίπολη ή που προέρχεται από την Τρίπολη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”